κουτάλα

κουτάλα
[кутала] ουσ. Θ. половник

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "κουτάλα" в других словарях:

  • κουτάλα — η μεγεθυντικό του κουτάλι μεγάλο κουτάλι, χουλιάρα: Ανακατώνει το φαγητό με την κουτάλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κουτάλα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ., 18 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαμών του νομού Μεσσηνίας. Τα Κ. βρίσκονται Β της Καλαμάτας. Υπάγονται διοικητικά στον δήμο Καλαμάτας. * * * η 1. μεγάλο κουτάλι 2. κοινή ονομασία τής ωμοπλάτης που συνδέει το χέρι… …   Dictionary of Greek

  • κουπί — Κομμάτι ξύλου διαμορφωμένο κατά τέτοιον τρόπο ώστε να χρησιμεύει για την πρόωση σκάφους με τη χρησιμοποίηση της μυϊκής δύναμης του ανθρώπου. Το κ. είναι μοχλός δεύτερου είδους, στον οποίο και η δύναμη και η αντίσταση εφαρμόζονται αντίστοιχα στη… …   Dictionary of Greek

  • ξαφριστήρας — και ξαφριστής, ο 1. διάτρητη κουτάλα που χρησιμοποιείται για το ξάφρισμα φαγητού 2. όργανο που μοιάζει με μεγάλη διάτρητη κουτάλα και χρησιμοποιείται για την αφαίρεση ξένων ουσιών από τον αφρό λειωμένου μετάλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξαφρίζω + επίθημα… …   Dictionary of Greek

  • συντορυνώ — άω, Α ανακατεύω με κουτάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τορυνῶ «ανακατώνω με ξύλινη κουτάλα»] …   Dictionary of Greek

  • τορύνη — (I) ἡ, Α κουτάλα για το ανακάτεμα τού φαγητού στη χύτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. τορύνη έχει προέλθει μέσω ενός τ. *τυρ ύνη (με ανομοιωτική τροπή τού υ σε ο ) από τη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *twer «κουνώ, γυρίζω… …   Dictionary of Greek

  • τρυηλίς — ίδος, και δ.τ. τρύηλις, ήλιδος, ἡ, Α 1. εργαλείο κατάλληλο για ανακάτεμα, κουτάλα 2. (κατά τον Ησύχ.) (ο τ. τρυηλίς) «ζωμήρυσις». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι δάνεια από το λατ. trulla (< truella, υποκορ. τού trua «κουτάλα για ξάφρισμα») και έχει… …   Dictionary of Greek

  • τρυπητός — ή, ό / τρυπητός, ή, όν, ΝΜΑ [τρυπῶ] αυτός που έχει οπές, διάτρητος, τρυπημένος νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η τρυπητή (ενν. κουτάλα) κουτάλα με τρύπες κατάλληλη για το σερβίρισμα διαφόρων εδεσμάτων 2. το ουδ. ως ουσ. το τρυπητό α) διάτρητο… …   Dictionary of Greek

  • Koutala — (Greek: Κουταλά), older form: s may refer to several places in Greece:*Kokkinia a village in the Corinthia prefecture *Kokkinia a village in the Messinia prefectureee also*Koutalas, a village in the island of Serifos, one of the Cyclades and also …   Wikipedia

  • Koutala, Messinia — Koutala (Greek: Κουταλά), is a settlement in Greece located near Kalamata. Its 2001 population was 18 for the settlement.Nearest places*Profitis Ilias, north *Artemissia, northeast *Asprochoma, west *Thouria, westPopulationGeographyKoutala is… …   Wikipedia

  • -άλα — Γλωσσ. παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών τής Νέας Ελληνικής, με την οποία σχηματίζονται: Ι) αφηρημένα ουσιαστικά παράγωγα ρημάτων, που δηλώνουν ενέργεια τού πρωτότυπου ρήματος, π.χ. κρεμάλα < κρεμώ, μουντζάλα < μουντζαλώνω, πηλάλα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»